- ὑπαγόρευσις
- ὑπαγόρευσιςsuggestionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπαγορεύσει — ὑπαγόρευσις suggestion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπαγορεύσεϊ , ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (epic) ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (attic ionic) ὑπαγορεύω dictate aor subj act 3rd sg (epic) ὑπαγορεύω dictate fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγορεύσεσι — ὑπαγόρευσις suggestion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγορεύσεσιν — ὑπαγόρευσις suggestion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγόρευσιν — ὑπαγόρευσις suggestion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… … Dictionary of Greek
ὑπαγορεύσεων — ὑπαγορεύσεω̆ν , ὑπαγόρευσις suggestion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγορεύσεως — ὑπαγορεύσεω̆ς , ὑπαγόρευσις suggestion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγορεύσῃ — ὑπαγορεύσηι , ὑπαγόρευσις suggestion fem dat sg (epic) ὑπαγορεύω dictate aor subj mid 2nd sg ὑπαγορεύω dictate aor subj act 3rd sg ὑπαγορεύω dictate fut ind mid 2nd sg ὑ̱παγορεύσῃ , ὑπαγορεύω dictate futperf ind mp 2nd sg ὑ̱παγορεύσῃ , ὑπαγορεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)